οἰονόμος

οἰονόμος
οἰονόμος, ον, (οἶος)
A feeding alone : hence, lonely, of places, Simon. 130 ; ἐπ' οἰονόμοιο (neut.) in solitude, APl.4.230 (Leon.).
II ([etym.] ὄϊς, οἶς) sheep-rearing,

Σύροι BCH21.599

(Delph., iv B. C.); Ἀπόλλων prob. in Coluth.309
: as Subst., shepherd, AP7.213 (Arch.), APl.4.291 (Anyt.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰονόμος — feeding alone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιονόμος — (I) οἰονόμος, ον (Α) 1. (για τόπο) απομονωμένος, ερημικός 2. φρ. «ἐπ οἰονόμοιο» στη μοναξιά, στην ερημιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + νόμος*]. (II) οἰονόμος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βόσκει πρόβατα, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / …   Dictionary of Greek

  • οἰονόμα — οἰονόμος feeding alone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰονόμοι — οἰονόμος feeding alone masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰονόμοις — οἰονόμος feeding alone masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰονόμου — οἰονόμος feeding alone masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰονόμων — οἰονόμος feeding alone masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”